- ακορεσταίνω
- ἀκορεσταίνω (Μ) [ἀκόρεστος]«ἀκόρεστα πράττω» (Φώτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακόρεστος — Ο αχόρταγος, ο άπληστος, (αρχ.) αυτός που δεν προκαλεί κορεσμό, ο ακατάπαυστος. α. ατμός (Φυσ.). Ατμός που σε ορισμένη θερμοκρασία δεν περιέχει τη μέγιστη δυνατή ποσότητα της ουσίας στην αέρια φάση. Ο ατμός αυτός υπακούει, κατά προσέγγιση, στους… … Dictionary of Greek